- οπίζομαι
- (I)ὀπίζομαι και λακων. τ. ὀπίδδομαι (Α) [όπις](επικ. και λυρ. τ.)1. βλέπω με φόβο και σεβασμό, αισθάνομαι δέος και σεβασμό για κάποιον, φοβάμαι, σέβομαι («Διὸς δ' ὠπίζετο μῆνιν ξεινίου», Ομ. Οδ.)2. φροντίζω για κάποιον ή για κάτι («οὐδὲν ὀπιζομένη λεχέων θεσμῶν τε γάμοιο», Μαν.)3. (σπαν. και το ενεργ.) ὀπίζωμεριμνώ, νοιάζομαι4. (η μτχ. ενεστ.) ὀπιζόμενος, -ένη, -ονευσεβής («χάρις ὀπιζομένα» — ευσεβής ευγνωμοσύνη, Πίνδ.).————————(II)ὀπίζομαι (Μ) [οπή]ανοίγω διέξοδο, περνώ διά μέσου.
Dictionary of Greek. 2013.